- υποικώ
- -έω, ΜΑ [οἰκῶ]1. κατοικώ κάτω από έναν τόπο2. κρύβομαι κάτω από κάτι («ἐν τε γὰρ ὀφθαλμοῑς... ὑποικεῑ [ενν. δάκρυ]», Απλ.)3. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὑποικοῡντες(κατά τον Πολυδ.) γείτονες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποικίζομαι — Α [οἰκίζω, ομαι] ὑποικῶ* … Dictionary of Greek